- πανόδυρτος
- -ος,-ον A 0-0-0-0-2=2 3 Mc 4,2; 6,32most lamentable; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
πανόδυρτος — most lamentable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόδυρτος — ον, Α πάρα πολύ αξιοθρήνητος ή συνοδευόμενος από οδυρμούς («πανόδυρτος βοή», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀδυρτός (< ὀδύρομαι), πρβλ. φιλ όδυρτος] … Dictionary of Greek
πανόδυρτον — πανόδυρτος most lamentable masc/fem acc sg πανόδυρτος most lamentable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόδυρτε — πανόδυρτος most lamentable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)